ἀλεξητήριος — able to keep off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίων — ἀλεξητήριος able to keep off fem gen pl ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριον — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc sg ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίοις — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίου — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίους — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίῳ — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήρια — ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριοι — ἀλεξητήριος able to keep off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek